- κοστολογώ
- προσδιορίζω το κόστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόστος (ΙΙ) + -λογώ (< -λόγος < λέγω), πρβλ. αιτιο-λογώ, θρηνο-λογώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοστολογώ — κοστολογώ, κοστολόγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
κοστολόγηση — η [κοστολογώ] (οικον.) το σύνολο τών συστηματικών εργασιών που έχουν σκοπό τη συγκέντρωση, κατάταξη και καταγραφή, καθώς και τον επιμερισμό τών δαπανών, ώστε να προσδιοριστεί ορθά το κόστος παραγωγής ενός προϊόντος, μιας υπηρεσίας ή μιας… … Dictionary of Greek